Μια ραγισμένη καρδιά
Το ταξίδι της Μάρως ξεκινά με την απώλεια του τότε συντρόφου της. Θυμάται ακόμα εκείνη την ημέρα, ήταν είκοσι δύο Νοεμβρίου όταν τον πρωτογνώρισε. Πριν μόλις λίγες ημέρες είχαν περάσει από τότε που της έκανε την πρόταση γάμου. Είχαν πολλά σχέδια που όμως ανατράπηκαν αστραπιαία από έναν μεθυσμένο οδηγό ταξί. Ο ίδιος μάλιστα μόλις είχε πάρει τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις που είχε κάνει. Ο καρκίνος όχι μόνο είχε εξαπλωθεί στο έντερο αλλά έκανε μετάσταση και στον πνεύμονα. Ο οδηγός πάνω στην στεναχώρια του και την απελπισία του ήπιε μέχρι που μέθυσε βαριά. Ο Φοίβος από την άλλη με ένα διάπλατο χαμόγελο στα χείλη του έστελνε το τελευταίο μήνυμα στην αγαπημένη του πριν γίνει το μοιραίο. Κρατούσε ένα μεγάλο αρκούδο στην αγκαλιά του, το διερχόμενο ταξί με τον μεθυσμένο οδηγό ανέπτυξε πια ιλιγγιώδης ταχύτητα. Ο Φοίβος αν και προσεχτικός δεν κατάφερε να αποφύγει το αυτοκίνητο. Το χτύπημα ήταν αποδύθηκε ακαριαίο και για τους δύο άντρες. Ο άγγελος της ζωής της διαμελιστικέ σχεδόν κατά το χτύπημα και διαλύθηκε όλη του η σπονδυλική στήλη, ενώ ο άλλος κατά την πτώση και τις τούμπες στον αέρα που έκανε τα γυαλιά του παρμπρίζ είχαν βρει στον στόχο τους. Βρήκαν κομμάτια στο λαιμό και τα μάτια, πνίγηκε κυριολεκτικά μέσα στο ίδιο του το αίμα.
Η Μάρω μαθαίνοντας τα κακά μαντάτα από το τηλέφωνο, ποτάμι έγιναν τα δάκρυά
της. Δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά, έλεγε ξανά και ξανά την ίδια ερώτηση,
«πότε θα γίνει η κηδεία». Χάνοντας το σπίτι της καρδιά της, τον καπετάνιο του
δικού της πλοίου προσπάθησε να μαζέψει τα κομμάτια της ψυχής της. Δύο μέρες
αργότερα φόρεσε τα μαύρα ρούχα και με σκυμμένο το κεφάλι μοιρολογά για τον χαμό
του. Χείμαρρος σκέτος έγιναν τα πάντα. Λίγες στιγμές αργότερα βρίσκονται στο
καφενείο, ώρα μεσημέρι, κοιτά τον πικρό καφέ μέσα στο φλιτζάνι της. Κάθετε
απόμερα, μεταξύ άλλων οι φίλοι και οι συγγενείς προσπαθούν να πουν το τελευταίο
αντίο στον αποθανόντα. Ετών είκοσι τρία ήταν όταν άφησε την τελευταία του πνοή
στην άσφαλτο. Τώρα αντί για χαρές και γλέντια, οι λυγμοί και οι σπαραγμοί
ηχούσαν στο βάθος της αίθουσας.
Πέντε χρόνια αργότερα….
Η Μάρω μετά την απώλεια
του αγαπημένου της είχε γίνει η σκιά του εαυτού της. Αμίλητη, σχεδόν
απεριποίητη, κακόκεφη την έβρισκε ξανά και ξανά ο νέος χρόνος. Παραδομένη στην
μοναξιά και την μελαγχολία που της προκάλεσε αυτή η απώλεια βρίσκει λίγη ψυχική
δύναμη. Αναγράφει μια αφιέρωση προς τιμήν του στο προσωπικό της λογαριασμό στα
κοινωνικά μέσα δικτύωσης.
Η σκιά σου
Σαν κοιτώ τον
ουρανό αναζητώ απόψε το φεγγάρι
Ζητώ ταπεινά
να μοιραστώ μερικούς ψιθύρους της καρδιάς, ρωτώ τα άστρα μα είναι σιωπηλά
Ρωτώ τον
ουρανό, μα εκείνος έγνεψε πως έκρυψε τούτο το βράδυ το φεγγάρι και τώρα με
συντροφεύουν μόνο οι σιωπές της μοναξιάς
Κατέβασα το
βλέμμα και τα παράθυρα της ψυχής μου πλημμύρησαν με δάκρια
Ψιθύρισα στην
ασημένια σελήνη
Απόψε δεν
κρατώ το χέρι του, δεν χάνομαι στην ζεστή του αγκαλιά. Που είσαι; Που ταξιδεύεις;
Η μοναξιά κι
αυτή μετατράπηκε σε ένα απέραντο κενό, σε ένα αφιλόξενο σκοτάδι
Πες του όταν
τον δεις στις πύλες του παραδείσου πως ακόμα τον αγαπώ, τον αναζητώ, πως δεν
τον ξέχασα
Πες του πως
ζω στην σκιά του και πως ακόμα περιμένω να μου κρατήσει το χέρι όπως παλιά, πως
ακόμα περιμένω να ακούσω την γλυκιά χροιά της φωνής του
Πες του πως
ακόμα περιμένω να φανεί...
(Με ένα κλικ
του ποντικιού η ανάρτηση ανεβαίνει. Λίγο αργότερα γράφει σιωπηλά στο ημερολόγιό
της)
Ο πρώτος
αληθινός έρωτάς της μεν την άφησε μια γλυκόπικρη αίσθηση στην καρδιά της ήταν
πάντα ο φύλακας άγγελός της. Μετά τον χαμό του προσπάθησε να βρει την αγάπη,
την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό, την ειλικρίνεια στα μάτια του επόμενου συντρόφου.
Τίποτα δεν θύμιζε εκείνον που έχασε. Τον έψαχνε ανάμεσα σε τόσους μα δεν ήταν
το ίδιο. Το χαμόγελό της δεν ήταν ίδιο χωρίς εκείνον.
Μια
χειμωνιάτικη μέρα ήταν όταν ένα νεαρό άντρα τον αποκάλεσε Φοίβο. Ο νεαρός την
κοίταξε περίεργα και γεμάτος έκπληξη. Της απάντησε γλυκά και ευγενικά «Δεν
είμαι ο Φοίβος με λένε Θάνο!» είπε και έφυγε. Η Μάρω με σκυμμένο το κεφάλι
άρχισε να βαδίζει κάπως νευρικά στο δρόμο. Δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που
αποκαλεί έναν άγνωστο άντρα με το όνομα του τότε αγαπημένου της. Με βουρκωμένα
μάτια προχωρούσε σε ένα προορισμό δίχως χάρτη, δίχως πυξίδα… Περαστικοί
σκόνταφταν που και που πάνω της μα ούτε που την ένοιαζε. Περνούσε τα φανάρια
χωρίς να το πολυσκέφτεται. Φωνές και κορναρίσματα ήταν οι οδηγοί.
Μα για εκείνη ήταν όλα βουβά. Το κακό όμως δεν
θα αργήσει να έρθει. Χωρίς να κοιτάξει τον δρόμο μιας κεντρικής λεωφόρου τα
λεπτά πλέον μετρούν αντίστροφα. Η Μάρω κείτονταν στην κρύα και αιματοβαμμένη
άσφαλτο. Ένας διερχόμενος οδηγός δεν πάτησε έγκαιρα το φρένο, το χτύπημα ήταν σχεδόν
μοιραίο. Τώρα οι περαστικοί αντί να την αποφεύγουν την έχουν περικυκλώσει
προσπαθώντας να μάθουν τι της συνέβη. Κανείς δεν είχε απάντηση, την έβλεπαν να
ξεψυχά. Οι σειρήνες του ασθενοφόρου ηχούν, μερικοί οδηγοί απομάκρυναν κάποιους
περαστικούς, είχαν ακόμα την ελπίδα να συνέλθει. Ο δε οδηγός με δάκρυα στα
μάτια ψιθύρισε «Συγνώμη κορίτσι μου, δεν το ήθελα.» είπε καθώς στην άλλη γραμμή
του κινητού τηλεφώνου ακουγόταν
Η κοπέλα είπε
της τελευταίες της κουβέντες πριν την αγκαλιάσει για πάντα ο άγγελος του θανάτου.
«Συγχώραμε
που δεν χαμογέλασα πολύ, συγνώμη που δεν μπόρεσα να ζήσω για μένα. Αγαπημένε
μου θα σε δω στον παράδεισο.» είπε και η ψυχή της με ένα μόνο φτερούγισμα
πέταξε ως τον ουρανό και ακόμα ποιο πέρα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου