Η μαγική ιστορία του Νικόλα
Μια
φορά και έναν καιρό ο Νικόλας διανύει τα δεκαεπτά του χρόνια, η δευτέρα λυκείου
του φαίνεται βουνό. Μετά το “μαύρο καλοκαίρι” για τον νεαρό μας πρωταγωνιστή
καλείτε να αντιμετωπίσει νέες περιπέτειες. Με ακόμα νωπή την πληγή της απώλειας
ενός αγαπημένου του προσώπου, του δικού του παραμυθά αλλά δεν ως δεύτερου
πατέρα, Μανώλη. Αν και ο καιρός είναι ζεστός κάπου – κάπου τα βράδια η ψυχρούλα
σε έκανε να ανατριχιάσεις. Ο Νικόλας όμως σύχναζε νωρίς το απόγευμα στο στέκι
τους. Είχαν στήσει μια παράγκα από θαλασσόξυλα στην παραλία σχεδόν απόμερα από
τον υπόλοιπο κόσμο. Κάθε μέρα πήγαινε μερικά χιλιόμετρα από το σπίτι του στην
παραλία Αμπούλα(Ζάκυνθος) και ατένιζε για ώρες την απέραντη γαλάζια θάλασσα. Η
μητέρα του Αντωνία είχε πάντα στο νου της μην τυχόν και κάνει κάποια ελεύθερη
πτώση χωρίς ηνία να τον κρατούν. Πάει ένας μήνας τώρα που τα extreme
sports
έγιναν η νέα του απασχόληση. Αυτή η αδρεναλίνη που τον κυρίευε κατά την πτώση
ήταν η ίδια με τις καταδύσεις που ακόμα και σήμερα αγαπά. Οι θησαυροί του
υδάτινου βασιλείου ήταν για τον ίδιο μια μαγεία από μόνη της, δίχως
περιορισμούς.
Άλλη
μία μέρα, άλλο ένα βράδυ που ο δεκαεπτάχρονος πηγαινοερχόταν στο αγαπημένο του
στέκι.»
“Που πας πάλι ρε Νικόλα;”
“Στα γνωστά μαμά..”Απαντά κοφτά και κάνει
να βγει με ένα σακίδιο στην πλάτη και το ποδήλατο
“Ρε αγάπη μου μείνε λίγο στο σπίτι, ο
καιρός είναι έτοιμος να βρέξει.”
“Έχω ομπρέλα και αδιάβροχο μαζί μου, μην
κάνεις έτσι.”
“Ρε μάτια μου σε παρακαλώ μείνε σπίτι
σήμερα”
Εκείνος
αδιαφόρησε χωρίς να προσθέσει κάτι άλλο και έφυγε. Κάπου λίγο πιο κάτω ο
Νικόλας βάζει ένα ζεστό μπουφάν και αδιάβροχη στολή, ενώ στο κεφάλι φορούσε ένα
λαμπάκι ώστε να βλέπει καλύτερα την διαδρομή. Αφήνοντας πίσω μια ανήσυχη μητέρα
που παρακαλά να γυρίσει σώος και αβλαβείς από μια μπόρα κατέληξε σε καταιγίδα.
Ο νεαρός έφηβος παρά τον ακατάλληλο καιρό προς την παραλία έφτασε κάτω από
έντονες καιρικές συνθήκες. Οι βροντές και οι αστραπές να δημιουργούν περίτεχνα
σχήματα ανάμεσα στα μαύρα σύννεφα. Η ακατάπαυστη δύναμη της βροχής έκανε το
τοπίο να μοιάζει να χάνετε πίσω από την ομίχλη, η θερμοκρασία χαμήλωσε. Τα
ζεστά του χνώτα να μετατρέπονται σαν δελεαστικός καπνός που ξεφυσά σε κάθε
εκπνοή. Οι σιλουέτες των βράχων στα δεξιά του μετατρέπει ένα μονοπάτι δίχως
γυρισμό, η άσφαλτος γίνετε μια είσοδος για το άγνωστο – γνωστό, το πέπλο της
ομίχλης δημιουργεί ένα σχεδόν αποπνικτικό κύμα νεκρικής σιγής με απόηχο μονάχα
το τραγούδι της βροχής. Κάπου στα αριστερά του δρόμου χάνετε στο άπειρο του
κενού. Στο βάθος αυτής της ατελείωτης διαδρομής ακούγονται τα μανιασμένα
κύματα. Η μυρωδιά της θάλασσας αναδυόταν στην ατμόσφαιρα, το γλυκό άρωμα της
αλμύρας που έμπαιναν βαθιά στα ρουθούνια του Νικόλα. Με πολύ θάρρος άρχισε να
κάνει πάλι πετάλι προς τον επιθυμητό προορισμό. Όσο συνέχιζε μερικά δάκρυα
έγιναν ένα με τις χοντρές ψιχάλες. Ο κυρ Μανώλης αποτελούσε μεγάλος στην ζωή
του, ήταν η μοναδική πατρική φιγούρα που είχε κοντά του. Μετά τον θάνατό του
ένα μέρος της ίδιας του της ψυχής σαν να κατέρρευσε. Όσο προχωρούσε η ομίχλη
σαν να έσπαγε κάπως και ξεπρόβαλε η παράλια. Γύρω στα πεντακόσια μέτρα πριν
φτάσει η βροχή μόνο δυνάμωνε, οι κεραυνοί άρχισαν να αγγίζουν νερό και γη.
Κοντοστάθηκε για άλλη μια φορά να παρατηρεί το τοπίο να αλλάζει. Η φύση να
παίρνει μορφές που ο άνθρωπος δεν θα έπρεπε να είναι παρόν. Λίγα μόλις λεπτά
αργότερα ένα υποθαλάσσιος υδροστρόβιλος δημιουργείτε. Ένα σπάνιο ίσως φαινόμενο
ξετυλίγετε μπροστά στα μάτια του.
Πριν
όμως προλάβει να δει τον υδροστρόβιλο να εξελίσσετε ένας απρόσμενος ίλιγγος τον
ρίχνει εντέλει αναίσθητο στην άσφαλτος κάνοντας εμετό παράλληλα. Εκεί έρχεται ο
Λουκάς ο κρυφός ακόμα σύντροφος της μητέρας του. Πάνε δύο ολόκληρα χρόνια από
τότε που τον γνώρισε. Ωσότου βρει τον Νικόλα είχε προηγηθεί το εξής τηλεφωνημα.
“Λουκά;”
“Έλα αγάπη μου τι συμβαίνει;”
“Το παιδί έφυγε μέσα στην καταιγίδα
κατευθύνεται προς την παραλία Αμπούλα. Θα τρελαθώ αν τον χάσω”
“Ηρέμησε θα πάω να τον φέρω πίσω, αν και ο
καιρός δεν βοηθά τον έχω ήδη εντοπίσει. Είναι κοντά μισό χιλιόμετρο πριν την
παραλία.”
“Σε παρακαλώ φέρε τον πίσω...”και ένα
σπαρακτικό κλάμα ηχεί πια στο ακουστικό του τηλεφώνου.
Ο
Λουκάς έχοντας ήδη μπει σε ένα ειδικό αυτοκίνητο διάσωσης μαζί με διασώστες.
Δεν άργησαν να τον εντοπίζουν σε στάση εμβρύου και να τρέμει. Τον τοποθετούν
στο πίσω κάθισμα και τον πηγαίνουν σε ένα κοντινό κέντρο υγείας. Κάνοντας
άπειρες εξετάσεις οι γιατροί δεν βρήκαν τίποτα ανησυχητικό. Μιλώντας με τον
μέλλοντα κηδεμόνα του είπαν πως το μόνο πουυπέστη ο μικρός μας φυγάς ήταν ένα
έντονο σοκ. Κανείς ακόμα δεν γνωρίζει τι είδε αλλά ούτε πως ένιωσε ολομόναχος
μέσα στην βροχή και την ομίχλη. Οι γιατροί τον συμβούλεψαν να τον κρατήσουν υπό
παρακολούθηση για μερικές ημέρες ώστε να είναι σίγουροι πως όλα είναι
καλά. Εκείνος ξεφυσά σαν να έφυγε ένα
βάρος από το κεφάλι του. Στεκούμενος όρθιος στο διάδρομο, με σκυφτό το κεφάλι,
φορά ακόμα το αδιάβροχο. Τα καρδιοχτύπια του είχαν σχεδόν καταλαγιάσει. Βγάζει
τα γυαλιά του και τρίβει τα μάτια του με τον αντίχειρα και τον δείχτη και
παράλληλα με το άλλο χέρι παραμερίζει μερικές τούφες από το πρόσωπό του.
Κλείνει τα βλέφαρα και παίρνει μια βαθιά ανάσα και την αφήνει να βγεί από τα
πνευμόνια του αργά. Λίγη ώρα αργότερα απαντά στις πάνω από είκοσι αναπάντητες
κλείσεις της Αντωνίας.
“Έλα καρδιά μου το παιδί ως τώρα είναι
καλά. Δεν τραυματίστηκε πουθενά, το μόνο που υπέστη ήταν ένα μεγάλο σοκ.”
“Δεν έχεις ιδέα πόσο ανησύχησα.”
“Το ξέρω, ήταν και δικό μου ίσως το λάθος
που δεν σε πήρα νωρίτερα. Ήμουν εξίσου σε άσχημη κατάσταση. Έπαθα κρίση
πανικού. Δεν πειράζει το παιδί να είναι καλά και όλα τα άλλα έρχονται. Ο
θάνατος του κυρ Μανώλη του στοίχησε πολύ. Μετά από όλο αυτό δεν ήξερε που να
στραφεί. Εγώ αγάπη μου ήμουν σε απόσταση με τον Νίκο γιατί εσύ μου το ζήτησες.”
“Και τώρα το μετανιώνω που δεν ήσουν εκεί
όταν πράγματι το είχε ανάγκη. Να που καταλήξαμε. Μετά τον χωρισμό μου με τον
Βασίλη δεν ερωτεύτηκα και δεν αγάπησα κανέναν. Μετά ήρθες εσύ.”
Γοητευμένος ο Λουκάς από την εξομολόγηση της
Αντωνίας συνεχίζουν την συζήτηση μέχρι που ο σχεδόν αναίσθητος Νικόλας ξυπνά.
Αρχίζει να φωνάζει επανειλημμένα «Μπαμπά».
Το κινητό τηλέφωνο που κρατούσε ως τότε έπεσε κατά γης και έτρεξε κοντά του.
Μια άλλη φωνή μιλούσε πια στο ακουστικό. Η ίδια είχε μείνει άφωνη με όσα άκουγε
από την άλλη πλευρά της γραμμής. Όσο τα αγόρια ζούσαν το δικό τους παράλογο και
συνάμα δράμα. Μπαίνοντας έντρομος στο δωμάτιο του μικρού τον αντικρίζει γεμάτο
κοχύλια και φύκια, λουσμένος από την κορυφή ως τα νύχια από θαλασσινό νερό.
Τελικά πόσο επικίνδυνο μπορούσε να γίνει λίγο νερό; Κι όμως πολύ. Βλέποντας τον
Νικόλα στο κρεβάτι του πόνου τίποτα δεν μπορούσε να φτάσει παρά μόνο μία βάρκα
με το όνομα «Ζαργάνα». Με αυτή συνήθιζε να πηγαίνει για ψάρεμα ο κυρ Μανώλης και
σε αυτή ήταν που γινόταν παραμυθάς. Του έλεγε ιστορίες από τις επτά θάλασσες,
εκεί που οι γοργονάνθρωποι κολυμπούσαν ξέγνοιαστοι ανάμεσα τα κύματα, τέρατα
που σου προκαλούσαν φοβέρα και ανατριχίλα. Όσο όμορφα και να ήταν τούτα τα παραμύθια
ένα ήταν που τον προκαλούσε να μάθει όλο και περισσότερα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου