Η κόρη του κηπουρού(ιστορία μικρού μήκους)
Αναρωτήθηκα στιγμιαία αν το όνειρο μου να γίνω συγγραφέας θα έβγαινε αληθινό, είπα από μέσα μου καθώς είχα στραβώσει το καπάκι από το στυλό που κρατούσα στο δεξί μου χέρι. Είχα τόσες συγγραφικές έγνοιες που το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Άφησα απότομα πάνω στο τραπέζι ότι είχα στα χέρια μου και κατευθύνθηκα στην κουζίνα. Ετοίμασα ένα γρήγορο σνακ και ένα ζεστό ρόφημα με μέλι και έκατσα χαλαρά στο κρεβάτι μου παίρνοντας στα πόδια μου το λάπτοπ. Ήμουν τελειομανής με την συγγραφική μου δραστηριότητα.
Ξεφυσώ έντονα.... Σαν να προσπαθούσα να βρω τον ειρμό μου και να βγει κάποιο βάρος από μέσα μου....
Μερικά λεπτά αργότερα παράτησα κυριολεκτικά τα πιάτα μου στο κομοδίνο και το πρόσωπό μου πήρε ένα θυμωμένο και δυσαρεστημένο ύφος. Δυσανασχετούσα δίχως λόγο…. Μήπως όμως υπήρχε κάποιος;
Ο στόχος της εκάστοτε ημέρας ήταν να γράψω μια έστω παράγραφο σε μια από τις ιστορίες μου. Παρότι είχα μια αχαλίνωτη ανυπομονησία και σύγχυση άφησα το λάπτοπ με μιαν άκρη και πήγα μια βόλτα.
Προχωρούσα με αργό και σταθερό βήμα προς την αγορά της πόλης. Πήγαινα στην ώρα αιχμής όπου απλά ήμουν παρατηρητής, και όταν πια οι καταστηματάρχες είχαν μαζέψει την πραμάτεια τους ήμουν η συγγραφέας. Το περιβάλλον πάντα μύριζε κρέας, ψάρια και απομεινάρια φρούτων και λαχανικών που είχαν ποδοπατηθεί κατά την διάρκεια της μέρας. Καθώς έμπαινα σε μια από της εισόδους/εξόδους της αγοράς, δεξιά και αριστερά υπήρχαν πάγκοι καλυμμένοι από λευκές πλαστικές κουκούλες. Διαβαίνοντας τον στενόμακρο διάδρομο μερικά μέτρα πιο κάτω ο χώρος άνοιγε. Εκεί πάντα γινόταν συνωστισμός…. Όλοι προσπαθούσαν να πάρουν ένα κομμάτι κρέας….
Αν και ήταν μόλις πεντακόσια μέτρα διαδρομή το μυαλό μου άρχιζε να πλάθει φανταστικούς κόσμους…..
Κάπου στην πορεία πήρα ένα ξύλινο καφάσι και κάθισα. Βρισκόμουν σχεδόν στην μέση του μεγάλου διαδρόμου. Στεκόμουν απέναντι από ένα τα πολλά κατάστημα κρεάτων. Έβλεπα σχεδόν αποχαυνωμένη τους γάντζους να κρέμονται. Η αναπνοή μου έγινε πιο αργή αφού η φαντασία μου – μου γεννούσε άψυχες και κατακρεουργημένες σάρκες να είναι στην θέση ενός αρνίσιου ή μοσχαρίσιου κρέατος.
Τα πάντα μετατρέπονταν σε λουτρό αίματος…. Να εκεί ένας καυγάς μόλις ξέσπασε μεταξύ ενός άστεγου και του καταστηματάρχη. Ο ατημέλητος άντρας είχε αρπάξει μερικά φρούτα και λαχανικά από τον πάγκο του. Κρατώντας μια πλαστική τσάντα γεμάτη άρχισε να τρέχει ανάμεσα στο πλήθος να ξεφύγει από τον οργισμένο μαγαζάτορα.
Βγαίνοντας έξω λαχανιασμένος και αρκετά μακριά από τον τόπο του «εγκλήματος» τον ακολούθησα. Κάθισε πάνω στα χαρτόκουτα που τα θεωρούσε κρεβάτι και καταβρόχθισε την κλεμμένη φρέσκια τροφή. Η απόλαυση ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του «Γέμισε το στομάχι του για απόψε» είπα ψιθυριστά και συνέχισα να παρατηρώ.
Αν αυτά τα φρούτα και τα λαχανικά μετατρέπονταν σε μερικά σπλάχνα θα με έβγαζες τρελή; Αντί για το ανθρωποκυνηγητό γινόταν εντέλει εκείνο το λουτρό αίματος; Αυτός ο άστεγος άντρας με τα κουρασμένα και άγρια χαρακτηρίστηκα θα μπορούσε να ήταν ο δολοφόνος. Ήμουν παθιασμένη να αντικρίζω τέτοια ακραία θεάματα, όπως μια άψυχη σωρός ενός ανθρώπου. Με εξίταρε όχι μόνο το ερωτηματικό που υπήρχε πίσω από αυτόν τον άδικο ή στοχευόμενο θάνατο, αλλά και οι τεχνικές που χρησιμοποίησαν πάνω τους. Σαν να ήταν τα πειραματόζωά τους στις νέες τους ιδέες…
Φεύγοντας περιμάζεψα το άτακτο μυαλό μου και γύρισα σπίτι. Εκεί πια θα ολοκλήρωνα την ζωηρή φαντασία μου.
- Εύα που ήσουν; Σε έπαιρνα τηλέφωνο
- Θα το είχα μάλλον στο αθόρυβο…
- Σε παρακαλώ όταν βγαίνεις έξω έχε το κινητό σου στο δυνατό, ανησύχησα…
- Έλα μωρέ Παύλο, στην αγορά πήγα.
- Α οκ….
Ήρθε πάλι εκείνη η ώρα που το μυαλό ήταν κενό, μεθυσμένο και κουρασμένο. Είχε πια σουρουπώσει και το δειλινό χάριζε τις τελευταίες ακτίνες φωτός πριν δώσει ο ήλιος χώρο στο φεγγάρι. Με το ολιγόλεπτο ντους έβαλα μια σατέν μαύρη πιζάμα. Ούσα εντελώς γυμνή μέσα από αυτήν κοιτούσα στον οβάλ καθρέφτη που είχαμε τοποθετήσει απέναντι από το κρεβάτι μας.
Λίγο αργότερα χουχούλιαζα μέσα στα ζεστά σκεπάσματα….. Τότε ήταν που η φωνητική πληκτρολόγηση έγραφε ένα κατεβατό από αμέτρητες λέξεις. Όταν έφτανα σε κάποια αποκορύφωση της ιστορίας ένα ζευγάρι καυτά χέρια με χάιδευαν απαλά. Τα δάχτυλά του σιγά – σιγά μου χάριζαν άλλου είδους ευχαρίστηση.
- Αχ ρε Εύα ποτέ δεν θα βάλεις μυαλό! Και στο έχω ξαναπεί βρε μωρό μου όταν δεν φοράς εσώρουχο με κολάζεις.
- Ξέρεις γιατί δεν βάζω μυαλό; Επειδή μου αρέσει να σε παρασέρνω σε αμαρτίες.
- Αυτά τα ροδαλά σου μάγουλα….. είπε και το παντελόνι ήταν πια πεταμένο στο πάτωμα….
Δεν θα πω πολλά…. Ήταν άλλο ένα ξέφρενο βράδυ παθιασμένου έρωτα. Το επόμενο πρωί έχοντας ξυπνήσει με ένα πλατύ χαμόγελο ετοίμασα τα πρωινά μας. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα ευχαρίστησης και ευτυχίας παράλληλα. Του έκλεισα πονηρά το μάτι και του έδωσα ραντεβού στις τέσσερεις το μεσημέρι στο στέκι μας. Ήταν μια καφετέρια δίπλα στο γειτονικό μας πάρκο. Εκεί συχνάζαμε και απολαμβάναμε το κολατσιό μας ωσότου γυρίσουμε πίσω στο σπίτι. Η σημερινή μέρα όμως φάνηκε να είναι αποπνικτική όταν έφτασα στο χώρο εργασίας μου. Η φάκελοι έκαναν βουνό στο γραφείο μου.
Έχοντας ακυρώσει το προκαθορισμένο ρομαντικό ραντεβού στο στέκι μας έκανα ένα διάλυμα στην αποθήκη όπου είχαμε τα υλικά καθαριότητας. Ούσα με ένα σημειωματάριο στα πόδια άρχισα να γράφω την ιστορία μου. Αυτή την φορά μιλούσα για εκείνη την συριακή δολοφόνο των αστέγων.
Η ιστορία της νεαρής γυναίκας ξεκίνησε όταν ένας άστεγος και πεινασμένος άντρας την χτύπησε με μια πέτρα στο κεφάλι. Την άφησε αναίσθητη στον κήπο της πολυκατοικίας όπου και η ίδια διέμενε. Λίγοι μίλησαν να το συμβάν ενώ είχαν δει πολλοί. Οι μάρτυρες ήταν πιο ύποπτοι από ότι ο άγνωστος κακοποιός της. Δεν δόθηκαν πολλά στοιχεία στην διασημότητα έτσι ξεχάστηκε το γεγονός.
Ρωτώ τον εαυτό μου ποια είναι η συριακή δολοφόνος που σκορπά σωρούς φαντάσματα αστέγων; Δίχως στοιχεία στα δικά μου χέρια έκανα μόνο υποθέσεις.
Μετά το διάλυμα της η Εύα πήγε πίσω στα καθήκοντά της, η καθαρίστρια πάντα χαμογελαστή την άφηνε να κάθετε στο αποθηκάκι, ήξερε την παραξενιά της. Ο πολύς κόσμος και η βαβούρα την τρέλαινε. Της είχε πει πως κάποτε δέχτηκε επίθεση από έναν άγνωστο άντρα ύστερα δεν θυμάται τίποτα. Έκτοτε η φασαρία της προκαλούσε σύγχυση χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο.
Η Κατερίνα αν και λιγομίλητη δεν της είπε ποτέ ότι εκείνη ήταν το θύμα που ανέφερε. Πάντα είχε την τάση να κάθετε πίσω από κάτι καφάσια από άδειες μπύρες. Την άκουγε με προσοχή…..
Μερικές ώρες αργότερα έχοντας κλείσει η εταιρία γύρω στις επτά το απόγευμα η Κατερίνα επισκέφτηκε ένα κέντρο φιλοξενίας αστέγων. Ο φύλακας στην είσοδο της είπε πως μόλις ένας νεαρός άντρας είχε βρει τραγικό θάνατο, η αιτία ήταν ακόμα άγνωστη. Οι αστυνομικοί είναι καθοδόν.
Ήταν βροχερή μέρα.... Έξω από το κτίριο ακούγονταν δυνατές βροντές και αστραπές, φοβερή και μεγάλη καταιγίδα είχε ξεσπάσει στο κέντρο της Αθήνας. Η πενταόροφη πολυκατοικία αν και ανακαινισμένη μπορούσες ακόμα να διακρίνεις την μούχλα που είχε δημιουργηθεί από την υγρασία. Η μυρωδιά του διαχέεται παντού στο χώρο. Άκουγες κάπου απόκοσμα φωνές πόνου και μαρτυρίας. Φαντάσματα του παρελθόντος….. Εκεί άφηναν την τελευταία τους πνοή οι περισσότεροι.
Προχωρώντας στον στενόμακρο διάδρομο όπου κατέληγε μπροστά στον ανελκυστήρα έδινε πάντοτε την αίσθηση του «τέλους»…..
Ένα σφίξιμο στην καρδιά ένιωσε. Αυτό σημαίνει ότι το αποτρόπαιο έγκλημα θα ήταν σκληρό και κοντά. Πατώντας το κουμπί, κατέβηκε προς το μείον ένα, με λίγα λόγια το υπόγειο...
Φτάνοντας στην εξώπορτα του υπόγειου μια πονεμένη, σκοτεινή και κραυγαλέα αύρα την διαπέρασε. Άφησε πίσω της μια ψυχρή αίσθηση και μια δυνατή ρίγη στο κορμί της. Αυτή η αίσθηση ένα μονάχα σήμαινε. Η Εύα είχε ήδη κάνει την δική της επίσκεψη. Το δικό της άρωμα πλανάτε ακόμα στον αέρα.
Δεν αναρωτήθηκε τον στόχο αλλά το σκοπό. Θεώρησε πως έγκλημα προκλήθηκε από δικό της εσωτερικό πόνο που σιγά - σιγά μετατράπηκε σε πόθο και ευχαρίστηση. Δεν ήταν έγκλημα επιβίωσης, ούτε ζηλοτυπίας μα ούτε ένας θάνατος ενός τοξικομανούς που έσβησε από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Ήταν δολοφονία παραδειγματισμού.
Ανοίγοντας την πόρτα αντικρίζει γύρω στα δεκαπέντε άτομα, περίμεναν όρθιοι με τα χέρια σταυρωμένα πίσω ή μπροστά και κατ’ εξαίρεση χαλαρά στο πλάι. Στα μάτια τους έβλεπες τον τρόμο και το σοκ που μόλις είχαν περάσει πριν λίγο.
Στα αριστερά της αίθουσας υπήρχαν μερικά από τα στρώματα των αστέγων όπου ήταν προσκεκλημένα στον τοίχο ενώ είχαν μια απόσταση 30εκ μεταξύ τους. Η δεξιά πλευρά ήταν πιο σκοτεινή, δεν διέκρινες τα πάντα με την πρώτη ματιά. Υπήρχαν μερικές κουκέτες στο βάθος. Υπέθεσε πως εκεί θα ήταν ο άμοιρος νεκρός.
Τα βλέμματα των παραβρισκόμενων όμως άλλα μαρτυρούσαν. Το έγκλημα μεν έγινε στον υπάρχοντα χώρο αλλά ο αποθανόντας μεταφέρθηκε αλλού. Αυτά τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα και κορμιά ήθελαν είχαν πολλά να πουν. Βλέποντάς τους να κυκλοφορούν με παλιά και σκισμένα ρούχα, τα πρόσωπα γεμάτο γένια και σχεδόν βρώμικα την κοιτούσαν επίμονα και έντονα.
Στην συμπεριφορά τους παρατηρούσε άγχος, τάση φυγής, πράγμα που τους καθιστούσε υπόπτους, και μια απέραντη ανυπομονησία. Ίσως ήθελαν απεγνωσμένα την δόση τους. Με φόβο και ανασφάλεια περιπλανήθηκε στο χώρο. Άφησε κοντά στο τραπεζάκι τα πράγματά της και άρχισε να ετοιμάζεται. Τα κουρασμένα και γουρλωμένα ματιά τους έκρυβαν ορμές, ενοχές, βία, επιθυμίες, πόνο ή δυσφορία. Η σχεδόν νεκρική σιγή έκανε το κλίμα βαρύ.
Οι αρμόδιες αρχές έχουν αρχίσει να παίρνουν καταθέσεις από τους πιθανούς μάρτυρες και ένας – ένας βγαίνει έξω ώστε να γίνουν οι περεταίρω διαδικασίες.
Ένας τελευταίος νεαρός απευθύνθηκε δειλά στην Κατερίνα.
- Η κόρη του κηπουρού δεν είναι αυτό που φαίνεται….. και έφυγε
Εκείνη απορημένη υπέθεσε πως ξέρει για την Εύα και την επίθεσή της, εκείνο που δεν είναι πια σίγουρη είναι ο δολοφόνος. Αν δεν είναι η Εύα τότε ποιος είναι;
Η ώρα δείχνει έντεκα το βράδυ, ο μονότονος ήχος του ρολογιού ακούγετε στον χώρο. Η Εύα όπως πάντα έκανε το ολιγόλεπτο ντουζ της και η Κατερίνα παρατηρούσε κάθε βράδυ έξω από το παράθυρό της ενώ παράλληλα η ίδια κρατούσε ημερολόγιο.
Κατά την διάρκεια της νύχτας μια άγνωστη μεγαλόσωμη φιγούρα έσερνε μια σωρό στην απέναντι πολυκατοικία. Δίχως πρόσωπο ο δράστης άρχισε να σκάβει το λάκο. Με μια τσάπα και ένα φτυάρι ως εργαλεία δίνει μια δυνατή σπρωξιά στην σωρό και άρχισε να την σκεπάζει με χώμα. Λίγο αργότερα φυτεύει την τριανταφυλλιά δίνοντας μια αίσθηση αθωότητας και κάλυψη της αποτρόπαιης πράξης. Γύρω από τη τριανταφυλλιά έσκαψε μια γούρνα μερικών εκατοστών και τοποθέτησε πέτρες ώστε να παραμείνει το σχήμα. Βγάζει με γρήγορους ρυθμούς την ολόσωμη φόρμα του και καθαρίζει τα λερωμένα του χέρια με ένα πανί. Ύστερα έφυγε γεμάτος άνεση….. μπαίνοντας στο αυτοκίνητό του χτυπά το τηλέφωνο. Ήταν η καλή του που ανησυχούσε.
- Έλα Εύα μου έρχομαι στο δρόμο είμαι… Πήγα μωρέ με τα παιδιά για μια μπύρα εδώ κοντά. Συγνώμη που δεν στο είπα.
Η Εύα αν και εκνευρισμένη από την αδιαφορία του Παύλου εκείνος είχε βάλει μπροστά την μηχανή. Λίγο πριν φτάσει στο σπίτι βάζει τα εργαλεία μέσα στο πόρτ – παγκάζ και στην συνέχεια παρκάρει στην γνωστή του θέση. Μπαίνοντας μέσα στο διαμέρισμα η σύζυγός του πάνω στην ανησυχία της του φωνάζει για την άγνοιά του. Ο Παύλος χαμήλωσε το βλέμμα και χαμογέλασε.
- Καλά ρε συ Παύλο εγώ πέθανα από την αγωνία μου και εσύ γελάς;
- Είσαι πολύ χαριτωμένη όταν θυμώνεις. Της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά.
Η Εύα δεν μπορούσε να γλιτώσει από την γλυκιά της φυλακή έτσι του παραδωθηκε. Ο θυμός της ξεθιμανε, του σέρβιρε το βραδινό γεύμα και οι δύο τους αργότερα χάθηκαν μέσα στο βλέμμα του άλλου.
Η Κατερίνα όμως ως σιωπηλώς παρατηρητής και μάρτυρας κάλεσε την αστυνομία. Είπε όλα όσα είχαν συμβεί. Η ώρα πια ήταν δύο τα μεσάνυχτα. Αν και το ζευγάρι είχε αποκοιμηθεί το κουδούνι της εξώπορτας χτυπά επίμονα. Η Εύα σηκώνεται από το κρεβάτι και ανοίγει την πόρτα. Αντικρίζει δυο αστυνομικούς που αναζητούν τον Παύλο….
- Κυρία μου σας παρακαλώ αφήστε μας να κάνουμε την δουλειά μας. Ο σύντροφός σας έχει διαπράξει έγκλημα και δεν το ξέρατε. Θα σας ζητηθεί να δώσετε μια κατάθεση στο τμήμα.
- Δεν καταλαβαίνω πως ο Παύλος είναι εγκληματίας;
- Ελάτε παρακαλώ στο τμήμα και θα σας εξηγήσουμε εκεί.
Οι αστυνομικοί αρπάζουν τον Παύλο από το υπνοδωμάτιο και του περνούν χειροπέδες. Η Εύα με δάκρυα στα μάτια και σαστισμένη από την τροπή που παίρνει πια η ζωή της ξεσπά σε λυγμούς. Μην έχοντας κουράγιο να αρθρώσει λέξη παραπάνω αντικρίσει τον σύζυγό της να απομακρύνετε με τους αστυνομικούς. Ο Παύλος αν και προσπαθεί να της δώσει κάποια εξήγηση καθώς τον σέρνουν ως το αυτοκίνητο εκείνη ίσα που μπορούσε να ακούσει το οτιδήποτε και τον οποιοδήποτε. Λίγα λεπτά αργότερα το ζευγάρι έχει χωριστεί σε δύο περιπολικά και κατευθύνονται στο τμήμα. Η σιωπηλή και ψύχραιμη συμπεριφορά της που είχε ως τότε την έκανε να ξεσπάσει όταν μπήκαν στο κτίριο. Η Εύα προσπάθησε να ορμήσει στον Παύλο αλλά οι αστυνομικοί την απομακρύνουν. Κάθε της προσπάθεια να τον πλησιάσει φαινόταν πια μάταιο. Η ώρα πήγε τέσσερις τα ξημερώματα ο αξιωματικός κάθετε απέναντί της κρατώντας ένα κίτρινο φάκελο στα χέρια του.
- Κυρία Παπαδόλου ο σύζυγος κατηγορείτε για συνεργασία οργανωμένου εγκλήματος. Πριν περίπου έξι χρόνια γνωρίζουμε ότι σας επιτέθηκε ένας άγνωστος και άστεγος άντρας. Σας χτύπησε με μια πέτρα στο κεφάλι και έκτοτε δεν θυμάστε τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από το ατυχές γεγονός. Ο δράστης όπου σας τραυμάτισε ήταν ο πατέρας της Παναγιώτας Καρράς. Λενε πως πέθανε ακαριαία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Σας μοιάζει πολύ φυσιογνωμικά η κόρη του. Ο ίδιος μάλιστα μετά από ψυχιατρική θεραπεία ομολόγησε πως όλα αυτά τα χρόνια σκότωνε μερικούς αστέγους. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιος είναι ο ακριβής λόγος που έπραξε αυτές της δολοφονίες όμως ο Παύλος πληρωνόταν για να θάψει τους αποθανόντες στον κήπου που του είπε. Λυπάμαι πολύ για τον τρόπο που πήραν τροπή τα πράγματα στην καθημερινότητά σας ο Παύλος Μέγης θα πρέπει να υποστεί τις συνέπιες. Ελπίζω να έχετε βρείτε ένα καλό δικηγόρο, φαίνεται να το έκανε από ανάγκη. Είπε ο αξιωματικός και την άφησε για λίγο μόνη να σκεφτεί.
Η Εύα παρότι είχε μία και μοναδική πρόκληση να αντιμετωπίσει ο κόσμος μέσα της είχε σχεδόν καταρρεύσει. Ο γάμος της με τον Παύλο εμεινε στα χαρτιά. Για πόσο όμως ακόμα;
Η Παναγιώτα αν και επέζησε από το τροχαίο ατύχημα αφησε τον πατέρα της να θρηνεί όλα αυτά τα χρόνια. Οι μήνες πέρασαν σαν νερό από εκείνη την ημέρα. Η Εύα άρχιζε να ψάχνει για την Παναγιώτα μέχρι που τον Αύγουστο του 2020 έγινε η σύλληψη της. Η ίδια μάλιστα παρά το παραμορφωμένο της πρόσωπο αποδείχθηκε ότι ήταν αθώα. Η Εύα συλλογιζονταν τα γεγονότα, έλειπε κάποιο κομμάτι από το παζλ της. Οι δύο γυναίκες 1 χρόνο μετά συνέχιζαν να ψάχνουν για το ποιος κρύβεται πίσω από τις δολοφονίες των αστέγων. Κάπου στα μέσα του Νοέμβρη η Κατερίνα που ήταν η βασική μάρτυρας όλων αγνοείται. Πάνε πέντε μέρες από την τελευταία φορά που έδωσε σημεία ζωής.
Η υπάλληλος καθαριότητας αντικαταστάθηκε από την Ουρανία. Μια ψηλόλιγνη γυναίκα, με λευκό δέρμα και κοντοκουρεμένο μαλλί. Θύμιζε με σύγχρονη Χιονάτη. Κάθε φορά που επισκεπτόταν τους ξενώνες των αστέγων ένας από αυτούς γινόταν ένας ερωτικός σκλάβος της. Ύστερα όταν τον βαριοταν τον σκότωνε ακαριαία. Αυτή ήταν που πρόσφερε δουλειά στον Παύλο. Όταν το ένοχο μυστικό της ήρθε στην επιφάνεια μετά την έναρξη του νέου έτους. Η κυρία Ελένη η οποία της νοίκιαζε το επάνω διαμέρισμα άκουγε φωνές και ομιλίες. Η Ουρανία συνήθιζε να σκοτώνει τα θύματα της στην μπανιέρα με δεμένα τα χέρια και τα πόδια. Την ημέρα λοιπόν που έπραξε την δολοφονία ρουτίνας της ξέχασε να τραβήξει την σκούρα κουρτίνα που είχε στο παράθυρο του μπάνιου. Έτσι η επιπολαιότητα της την έφερε αντιμέτωπη με την δικαιοσύνη. Όσο για τον Παύλο αφέθηκε ελεύθερος πληρώνοντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για την αποφυλάκιση του.
Τελικά η αγάπη νικά στο τέλος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου