Όταν πέσει το σκοτάδι(ιστορία μικρού μήκους)
Ήταν τέλη του Ιούλη όταν κάθισα χαλαρά στο μπαλκόνι μου θέλοντας να πιώ κάτι δροσιστικό ενάντια στην ασφυκτική ζέστη. Απολάμβανα την δροσιά του, καθώς κοιτούσα αμέριμνα την γειτονιά. Το γλυκό αεράκι έφερνε λογιών μυρωδιές, μα όχι αυτή που η καρδιά μου λαχταρούσε. Όπως την αλμύρα της θάλασσας. Το άρωμα της πάντα με γοήτευε και με ταξίδευε σε ονειρεμένες ουτοπίες.
Έκλεισα τα βλέφαρα και πήρα μια βαθειά ανάσα, την άφησα να βγει αργά από τα πνευμόνια μου. Ανοίγοντας τα μάτια μου κοίταξα την οθόνη του κινητού, η ώρα ήταν περασμένη. Αν και το ρολόι έδειχνε μετά τα μεσάνυχτα άκουγα τα τζιτζίκια να τραγουδούν. Δεν κράτησε όμως για πολύ, η σιωπή επικράτησε και πάλι.
Τελειώνοντας το ποτό μου, έκανα μερικούς μορφασμούς στο πρόσωπό μου και σηκώθηκα σχεδόν απότομα από την θέση μου. Παράτησα το κουτάκι στο τραπεζάκι και στιγμιαία πήρα την απόφαση να κάνω έναν νυχτερινό περίπατο. Είχα ανάγκη να ξεφύγω, να καθαρίσει το μυαλό μου από σκέψεις που με βάραιναν.
Προχωρώντας προς το ασφυκτικά μικρό δωμάτιό μου, άνοιξα το ντουλάπι και φόρεσα πρόχειρα ότι βρήκα μπροστά μου. Μέσα στην τσάντα όπου θα έπαιρνα μαζί έβαλα τα άκρως απαραίτητα. Ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα δεν κοίταξα πίσω μου, κατέβηκα τα σκαλιά της πολυκατοικίας λες και με κυνηγούσαν. Και πράγματι ένιωθα την καυτή ανάσα της θλίψης να μου γαργαλά τον σβέρκο.
Καθώς περπατούσα κοίταξα ολόγυρα παραμερίζοντας τα κοντά μαλλιά μου από το πρόσωπό. Τύλιξα τα δάχτυλά μεταξύ τους και μια μικρή κραυγή ξεπρόβαλε διστακτικά από το στόμα μου. Οι γρήγοροι ρυθμοί της πόλης δεν μου άφηναν πολλές επιλογές. Σχεδόν αγανακτισμένη ούρλιαξα. Θεώρησα πως ήταν ο μοναδικός τρόπος έκφρασης για να ελευθερώσω από μέσα μου ότι με έπνιγε. Παίρνοντας μερικές βαθιές αναπνοές ώστε να κατευνάσω την ένταση που μου κατέτρωγε τα σωθικά. Μερικά λεπτά αργότερα οι παλμοί της καρδιάς επανήλθαν και πάλι στο φυσιολογικό τους.
Έχοντας περπατήσει μόλις μερικά μέτρα μακριά από την φυλακή που ονομάζω σπίτι, η πόλη σκοτείνιασε απότομα από την απρόσμενη διακοπή ρεύματος. Δεν ήξερα τι να υποθέσω, δεν ήμουν σε θέση να κάνω εικασίες. Συνεχίζοντας τον περίπατο μέσα στο σκοτάδι κοντοστάθηκα στην μέση του πεζοδρομίου. Στρέφοντας το βλέμμα μου στον ουρανό, το βαθύ μπλε χρώμα του με σαγήνευε, με πήγαινε στο άγνωστο. Το ασημένιο φεγγάρι ψιθύριζε ιστορίες και τα χρυσά αστέρια μου τραγουδούσαν γλυκές μελωδίες. Ένιωσα να ταξιδεύω σε μέρη μαγικά, μια κοφτερή λεπίδα όμως διέκοψε τα όνειρά μου. Η πισώπλατη μαχαιριά από μερικούς αγνώστους με άφησαν αναίσθητη. Γύρω μου είχε σχηματιστή μια κόκκινη λιμνούλα από το αίμα που δεν σταματούσε να ρέει από την πληγή.
Όλα χάνονταν σιγά – σιγά, η ψυχή μου εγκατέλειπε το ταλαιπωρημένο και αδύναμο πια σώμα. Απομακρυσμένες φωνές συζητούσαν, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Ύστερα άκουσα και τις σειρήνες. Μάλλον ήταν από το ασθενοφόρο, ήρθε να παραλάβει το κρύο και χλωμό κορμί μου. Λίγο πριν φύγω από τούτο τον κόσμο, σα να άκουσα μια αντρική φωνή να μου λέει «Δεν υπάρχει το σκοτάδι χωρίς το φως». Μετά όλα βουβά.
Λίγες μέρες αργότερα κοιτώ σαστισμένη ολόγυρα το δωμάτιο του νοσοκομείου. Με πόνους στην πλάτη παρατηρούσα τα σωληνάκια τα οποία μου είχαν τοποθετήσει. Με βουρκωμένα και πρησμένα μάτια το μυαλό μου χάθηκε σε μια άβυσσο. Δεν άργησα να επανέλθω, ο γιατρός ο οποίος με πήρε από τον δρόμο αιμόφυρτη ήταν τώρα μπρός μου.
«Καλησπέρα είμαι ο Γιάννης Ιωάννου, ο γιατρός που σε παρακολουθεί.» Μου απευθύνθηκε ευγενικά. Έγνεψα καταφατικά, αν και ήμουν σιωπηλή. Με ακούμπησε στον ώμο απαλά για να δει το τραύμα, στην προσπάθειά του όμως άρχισα να ουρλιάζω. Μου έρχονταν εικόνες από το περιστατικό. Άκουγα και ένιωθα το κοφτερό μαχαίρι να σκίζει την σάρκα μου σαν να ήμουν ένα απλό κομμάτι κρέατος. Με απότομες κινήσεις σηκώθηκα από το κρεβάτι του πόνου, περπάτησα μόλις μερικά βήματα μακριά του. Λίγες στιγμές μετά βρέθηκα αναίσθητη στο κρύο πάτωμα, με την πληγή να αιμορραγεί. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές με φρόντισαν για μια ακόμα φορά.
Την ίδια μέρα, το βράδυ προσπάθησα να επανέλθω τόσο από το σοκ όσο και από την νάρκωση. Με την όρασή μου θολή διέκρινα την κουρασμένη φιγούρα του γιατρού. Είχε αποκοιμηθεί σε μια μισό – χαλασμένη πολυθρόνα που υπήρχε κοντά στο κρεβάτι μου. Η σιωπή του δωματίου έσπασε όταν άρχισα να μονολογώ.
«Ακόμα βλέπω εκείνες τις αντρικές μορφές που με έφεραν σε αυτό το σημείο. Οι εφιάλτες δεν σταματούν. Ο πόνος είναι αβάστακτος τα βράδια, ακόμα νιώθω το μαχαίρι να με διαπερνά.» είπα καθώς ξέσπασα σε κλάματα. Ο γιατρός αν και αμίλητος με άκουσε προσεκτικά. Στοργικά με ανασήκωσε από το κρεβάτι και με παρηγόρησε. Με κρατούσε στην αγκαλιά του ωσότου αποκοιμηθώ. Με σεβασμό και κατανόηση ο γιατρός λίγες ώρες μετά με τοποθέτησε σε μια αναπαυτική θέση και ύστερα κάλεσε την αστυνομία. Τους είπε πως αύριο ίσως ήμουν έτοιμη να τους δώσω μερικές απαντήσεις σχετικά με το συμβάν.
Το επόμενο πρωί έχοντας με τις πληγές ακόμα νωπές, ήμουν έτοιμη να υποδεχτώ τους αστυνομικούς. Κατά την διάρκεια του επισκεπτηρίου ένας μελαχρινός άντρας μπήκε στο δωμάτιό μου. Φορώντας μια πορτοκαλί μπλούζα, ένα απλό τζιν και αθλητικά παπούτσια με πλησίασε λέγοντας μου στο αυτί «Ήρθε η ώρα να πας στο σκοτάδι μικρή μου» είπε και άφησε ένα πολλά υποσχόμενο χαμόγελο.
Κλείνοντας την πόρτα του δωματίου σιγουρεύτηκε για τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Έχοντας ανεβεί από πάνω μου με σκοπό να με ακινητοποιήσει ακόμα περισσότερο μου κάλυψε το πρόσωπο με ένα μαξιλάρι. Τότε η λεπίδα του μαχαιριού άρχιζε να με διαπερνά με μίσος. Ο πόνος, το τρέμουλο, ακόμα και το μούδιασμα ήταν οι τελευταίες αισθήσεις πριν βρεθώ στον κόσμο των ψυχών. Έχοντάς με κατακρεουργήσει από τις μαχαιριές με άφησε να πνιγώ από το ίδιο μου το αίμα. Καθώς με παρατηρούσε να παρακαλάω για την ζωή μου η ειρωνεία και η ευχαρίστηση ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ύστερα όλα έσβησαν. Οι εικόνες, οι ήχοι, οι αισθήσεις τα πάντα.
Και κάπου εκεί εγώ ξύπνησα με το ποτό να έχει χυθεί πια επάνω μου και οι αισθήσεις μου να αναζητούν απεγνωσμένα λίγο από την μυρωδιά της θάλασσας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου